χαλίκωση

χαλίκωση
η
1. η επίστρωση επιφάνειας με χαλίκια.
2. ασθένεια των πνευμόνων που οφείλεται στην εισπνοή μεγάλης ποσότητας από τη σκόνη χαλικιών, πνευμονοκονίαση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαλίκωση — η, Ν 1. επίστρωση επιφάνειας με χαλίκια 2. ιατρ. είδος πνευμονοκονίασης, επαγγελματική νόσος τών πνευμόνων που προκαλείται από την εισπνοή μεγάλης ποσότητας σκόνης ασβεστίου ή πυριτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλικώνω. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”